ρωτόπλασμα

ρωτόπλασμα
το, Ν
1. βιολ. α) (κατά παλαιότερη ερμ.) η βασική ουσία τής ζωντανής ύλης στην οποία οφείλονται όλες οι ζωτικές διαδικασίες
β) (κατά τη σύγχρονη ερμ.) η θεμέλια ουσία τού κυτταροπλάσματος
2. βοτ. ουσία τού πρωτοπλάστη τών κυττάρων, η οποία αποτελείται από 90% περίπου νερό.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ αγγλ. protoplasm (< πρωτ[ο]-* + πλάσμα). Η λ. μαρτυρείται από το 1881 στον Ηρ. Μητσόπουλο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”